Κένταλ

Κένταλ
(Kendal). Πόλη (27.000 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στη βορειοδυτική Αγγλία, στην περιοχή Λέικ Ντίστρικτ της κομητείας Κάμπρια. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Κεντ, σε απόσταση 30 χλμ. από το Λάνκαστερ, με το οποίο συνδέεται σιδηροδρομικά. Αποτελεί διοικητικό κέντρο της περιοχής Σάουθ Λέικλαντ Ντίστρικτ και έναν από τους βασικούς τουριστικούς προορισμούς της Λέικ Ντίστρικτ. Διαθέτει ανεπτυγμένη χαρτοβιομηχανία και εργοστάσια επεξεργασίας μαλλιού και βαμβακιού, κατασκευής υποδημάτων και γεωργικών μηχανημάτων. Στα προάστια σώζεται πύργος του 14ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κένταλ, Αντέρο ντε- — (Antero deQuental, 1842 – 1891). Πορτογάλος ποιητής. Υπέρμαχος των δημοκρατικών και προοδευτικών ιδεών και εχθρός του ρομαντισμού, ο Κ. έχει εκφράσει τις απόψεις του στο έργο Αίτια της κατάπτωσης των λαών της Ιβηρικής χερσονήσου (1871). Τα… …   Dictionary of Greek

  • Κένταλ, Έντουαρντ Κάλβιν — (EdwardCalvinKendall, Κονέκτικατ 1886 – Πρίνστον 1972). Αμερικανός βιοχημικός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με μελέτες στον τομέα της ενδοκρινολογίας. Κατόρθωσε να απομονώσει τη θυροξίνη (1914) και στη συνέχεια, με τη συνεργασία του Χεντς, την κορτιζόνη… …   Dictionary of Greek

  • Κένταλ, Χέρνι — (Henry Kendall, 1841 – 1882). Αυστραλός ποιητής. Στα έργα του εξυμνεί την ομορφιά της φύσης και της πατρίδας του. Τα ποιήματά του Τραγούδι από τα βουνά, Φύλλα από τα δάσητης Αυστραλίας κ.ά. εκδόθηκαν σε συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Τσαρλς Κένταλ — (Charles Kendal Adams, Ντέρμπι 1835 – Ρέντλαντς 1902).Αμερικανός ιστορικός και εκπαιδευτικός. Διορίστηκε το 1867 καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το 1885 έγινε πρόεδρος του πανεπιστημίου Κορνέλ, όπου ίδρυσε νομική σχολή.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Έντινγκτον, Άρθουρ Στάνλεϊ — Arthur Stanley Eddington, Κένταλ 1882 – Λονδίνο 1944). Άγγλος μαθηματικός και φυσικός. Σπούδασε στο κολέγιο Όουεν, στο Μάντσεστερ, και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα μαθηματικά στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Σύντομα, στράφηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”